- ξυπνητούρια
- τα1. ξύπνημα2. φρ. «καλά ξυπνητούρια» — λέγεται σε κάποιον που μόλις ξύπνησε ή ειρωνικά σε κάποιον που ξύπνησε αργά ή αντιλήφθηκε ή πληροφορήθηκε κάτι καθυστερημένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξυπνητήρια, πληθ. του ἐξυπνητήριον, με σίγηση τού αρκτ. άτονου -ε- και αναλογική επίδραση τής λ. γεννητούρια*].
Dictionary of Greek. 2013.